ιδιοστάτως

ιδιοστάτως
ἰδιοστάτως (Α)
επίρρ. (αναφορικά προς τις δύο φύσεις τού Χριστού με ξεχωριστή υπόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτ. *ιδιόστατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”